- αυτόνομος
- autonome
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Αὐτόνομος — living under one s own laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομος — living under one s own laws masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόνομος — η, ο (AM αὐτόνομος, ον) αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος νεοελλ. 1. αυτοτελής, αυτοδύναμος 2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
αυτόνομος — η, ο ανεξάρτητος, αυτοκυβέρνητος: Η πολιτεία του Αγίου Όρους είναι αυτόνομη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτονόμως — αὐτόνομος living under one s own laws adverbial αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομον — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc sg αὐτόνομος living under one s own laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμοις — Αὐτόνομος living under one s own laws masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμοις — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμου — Αὐτόνομος living under one s own laws masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμους — Αὐτόνομος living under one s own laws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)